αμεύομαι

αμεύομαι
ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμεύσεσθαι — ἀμεύομαι surpass fut inf mid (aeolic) ἀ̱μεύσεσθαι , ἀμεύομαι surpass futperf inf mid (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμευσάμενος — ἀμεύομαι surpass aor part mid masc nom sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεύσασθαι — ἀμεύομαι surpass aor inf mid (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεύσασθ' — ἀμεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor imperat mid 2nd pl (aeolic) ἀ̱μεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμεύσασθαι , ἀμεύομαι surpass aor inf mid (aeolic) ἀμεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεύσω — ἀ̱μεύσω , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμευσίπορος — ἀμευσίπορος, ον (Α) αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι (< ἀμεύομαι) + πόρος] …   Dictionary of Greek

  • αμευσιεπής — ἀμευσιεπής, ές, (Α) αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι (< ἀμεύομαι + επὴς < ἔπος] …   Dictionary of Greek

  • αμεύσιμος — ἀμεύσιμος, ον (Α) [ἀμεύομαι] πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός …   Dictionary of Greek

  • παραμεύομαι — Α 1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι* («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.) 2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι (κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”